-
1 Πολλά λόγια είναι φτώχεια
– Γάλα πολύ, λίγο τυρί• Больше дела, меньше слов• В многословии не без пустословияИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Πολλά λόγια είναι φτώχεια
-
2 λόγια
τα1) слова; разговор;έχω να σας πω δυό λόγια — мне нужно вам сказать два слова;
2) толки, слухи;λόγια του κόσμου — сплетни;
§ λόγια μετρημένα — немногословно, но веско;
λόγια παχ(ε)ιά ( — или μεγάλα) — высокопарные, громкие слова; — хвастливые речи;
κακά λόγια — сквернословие;
λόγια του αέρα — пустая болтовня;
τέτοια ώρα τέτοια λόγια — теперь уже поздно говорить об этом, что теперь можно сказать;
είναι όλο λόγια — это только одни слова, одни обещания;
είναι μόνο λόγια — одни слова; — пустые угрозы;
άλλα λόγια ( — давайте) переменим тему разговора;
μασάω τα λόγια μου — мямлить, выражаться неясно, двусмысленно; — уклончиво отвечать;
παίρνω λόγια — а) выспрашивать; — б) узнавать стороной;
βάζω λόγια — наговаривать, ссорить; — строить козни;
δεν βρίσκω λόγια... — нет слов..., не нахожу слов (чтобы)...;
χάνω τα λόγια μου — говорить впустую, тратить слова попусту;
πιστεύω στα λόγια — верить на слово;
περνώ από τα λόγια στην πράξη — переходить от слов к делу;
ρίχνω λόγια στον αέρα — бросать слова на ветер;
δεν μού αρέσουν τα λόγια — я не люблю пустых слов;
(δεν) μετρώ τα λόγια μου — быть (не)сдержанным на язык;
δεν παίρνει από λόγια — он слов не понимает, он никого не слушается, с ним ничего не поделаешь;
ήρθαμε σε λόγια — мы повздорили, поссорились;
με άλλα λόγια — а) другими словами, иначе говоря; — б) то есть;
με λίγα λόγια — а) в нескольких словах, вкратце; — б) короче говори;
με δυό λόγια ( — одним) словом;
λίγα λόγια! παρακαλώ! — прошу короче!;
τα πολλά λόγια είναι φτώχεια — погов, много слов — мало дела; — в многословии не без пустословия;
χίλια λόγια ένά άσπρο — погов, не стоит тратить столько слов; — зря болтать — только время терять
-
3 Γάλα πολύ, λίγο τυρί
– Γάλα πολύ, λίγο τυρί• Больше дела, меньше слов• В многословии не без пустословияИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Γάλα πολύ, λίγο τυρί
См. также в других словарях:
λόγια — τα (Μ λόγια) 1. λέξεις ή φράσεις, κουβέντες, λόγοι 2. φρ. α) «με δυο λόγια» ή «με λίγα λόγια» κοντολογίς β) «χάνω τα λόγια μου» μάταια προσπαθώ να πείσω νεοελλ. φρ. α) «κακά λόγια» αισχρολογίες, βωμολοχίες β) «καλά λόγια» επαινετικοί λόγοι γ)… … Dictionary of Greek
φτώχεια — η / πτωχεία, ΝΜΑ, και ιων. τ. πτωχηίη Α η κατάσταση τού φτωχού, η στέρηση τών αναγκαίων για τη ζωή, ένδεια, πενία (α. «μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια» β. «ὅς ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηίην ἀπῑκται ἐπὶ γήραος οὐδῷ», Ηρόδ.) 2. (κατ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Μυανμάρ — Κράτος της νοτιανατολικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΑ με την Κίνα, Α με το Λάος και την Ταϊλάνδη και Δ με το Μπανγκλαντές και την Ινδία. Βρέχεται Ν από τη Θάλασσα Ανταμάν και ΝΔ από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Aπό εδαφική άποψη, η Μ. ή Bιρμανία… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek
κατώγι — και κατώι και κατώγειο, το (Μ κατώγαιον και κατώγειον και κατώγιν) το διαμέρισμα σπιτιού που είναι κτισμένο κάτω από την επιφάνεια τής γης, το υπόγειο που χρησιμεύει συνήθως ως αποθήκη νεοελλ. 1. (για διώροφη αγροτική κατοικία) το ισόγειο που… … Dictionary of Greek